Άϊ Σατύρ

πες τους βρε καρδιά πατρίδα, το τραγούδι σου

χαρισέ τους γυρισμέ μου, το λουλούδι σου ...

 

Northwick, Scotland

 

 

 

Νύχτες

μουσική : Πάρης Βασιλειάδης

Είν΄η ματιά σου που με συγκλονίζει

κι απόψε πάλι, πίσω με γυρίζει,

στο Κερατσίνι κάποτε θυμήσου

σ' ένα καράβι, όλη η ζωή σου.

 

Βίρα καδένα, βάλε βόλτες Παύλο

ξέρω πονάς κι εσύ μ' αυτό το ναύλο

λύστε τους κάβους! άϊντε ξεκινάμε

ξέχνα την φίλε, πίσω δεν γυρνάμε!

 

Νύχτες που ψάχνουν να 'βρουν το φεγγάρι

νύχτες που φτιάχνουν αγάπης συναξάρι

νύχτες μαζί σου σε στενή καμπίνα

νύχτες θυμήσου, την υπόσχεσή σου.

 

Είν' τα μαλλιά σου που με ταξιδεύουν

σε παραλλήλους ξένους που με σέρνουν

στο Κερατσίνι κάποτε θυμήσου,

σ' ένα καράβι σκούριασ' η ζωή σου.

Θεσσαλονίκη, 10.8.1996

Της Ρότας

μουσική : Κων/νος Ζαραλής

Την ρότα σου θα ήθελα να δω ζωγραφιστή

δίπλα στου χάρτη τα μικρά στρόγγυλα ανεμολόγια

να δω αν ίσια χάραξες ή σου 'φυγε η γραμμή

κι ενώ γι' αλλού ξεκίνησες, αλλού σε παν' τα χρόνια.

 

Να δω τα φάλτσα που 'βαλες αν ήτανε σωστά

όταν σου κάρφων' ο καιρός τα νύχια του στην πλώρη

και τους ληστές θα ήθελα να δω στην αγορά

που λες ότι γυρόφερναν μια παινεμένη κόρη.

 

Τις ξέρες που 'πεσες να βρω κι έχεις σακατευτεί

και τα λιμάνια που ποτέ δεν πήγες ν' αρμενίσεις

γιατί νωρίς απόκαμες και γύρεψες φυγή

νομίζοντας ο άμυαλος, δεν θα τ' αποθυμήσεις.

 

Την ρότα σου θα ήθελα να δω στ' απόνερα

του καραβιού που άφησε πληγή στη Σαλονίκη

κάποιο τ' Απρίλη πρωϊνό, γοργά και κλέφτικα

θαρρείς και το κυνήγαγε των χωριανών η τύχη

 

Είκοσ' τριώ χρονώ παιδί έφτασες, τι τα θες,

ούτε κι εσύ γνωρίζεις ποιος οικεί στα σωθικά σου

κι αν πέρασες την θάλασσα, σοφός δεν έγινες

της ρότας σου το ευθύγραμμο ζητάς στα όνειρά σου.

Θεσσαλονίκη, 18.8.1996

Ανατολή

μουσική : Κων/νος Ζαραλής

Ξέχασα το λυτρωτικό κομπλίτ των αμπαριών

αριστερά τη μάνικα που κείτονταν κουλούρα

τα χαραγμένα πρόσωπα των γέρων ναυτικών

και την ματιά που ξέβραζε των μπάρκων τη σαβούρα

 

Ξέχασα τους μαυριδερούς Φερνάντο και Λοπέ

τον κοντοστούπη δεύτερο που μου' ριχνε σκαμπίλια

του καπετάνιου τον βαρύ σκουρόχρωμο καφέ

και το στραβό τ' αυτόματου που πήδαγε καρτήλια

 

Της Σαλονίκης το κορμί π' αντίκρυσα τρελός

από ανάγκη να διαβώ τ' απότομο των κάστρων

μια νύχτα το παράτησα κι απόμεινα λειψός

κι έχω μαζί μου συνοδειά τη μοναξιά των άστρων

 

Κάθομαι τώρα σιωπηλός μ' ένα χαρτί στο χέρι

γραμματικής ασύντακτος γραφέας θλιβερός

έξω αρμενίζουν τα παιδιά χειμώνα - καλοκαίρι

και μένα των εγγράφων μου με πνίγει ο σωρός

 

Και 'συ ψυχή αμαρτωλή, ψυχή σακατεμένη

του Πειραιά δεν σου 'φτασε η φήμη που κρατάς

γύρεψες άλλες αγκαλιές και ξέχασες καημένη

αυτόν που σου 'μαθε κοφτές αλήθειες να μιλάς

 

Λυπήσου μου ανατολή, κι εσύ Νικόλα γέρο

δώσ' μου το μαλαματινό λύχνο της Μαντζουριάς

για να θυμάμαι τους επτά, για να μην υποφέρω

με τα στραβά κι ανάποδα ετούτης της γενιάς

Θεσσαλονίκη, 23.9.1997

Χαράματα

μουσική : Πάρης Βασιλειάδης

Χαράματα τον σήκωσαν και του 'παν : "Ξεκινάμε,

γοργά θα ταξιδέψουμε, μακρυά πολύ θα πάμε

λιμάνια θα γνωρίσουμε, θα βρούμε άλλους φίλους

σε θάλασσες απύθμενες, σε ξένους παραλλήλους

 

Σηκώθηκε με μια ματιά βαριά από τη νύστα

στου καραβιού ξεχύθηκε, στου καραβιού τη πίστα

οι κάβοι σαν ελύθηκαν και άρχισ' η πορεία

ο νους του αγκιστρώθηκε σε μια παλιά ιστορία

 

Του φάνηκε σαν να 'ταν χθες που πέρναγε μαζί της

τους δρόμους π' ανταμώνανε, τ' αμέθυστο φιλί της

τις Κυριακές στη Χαραυγή, τα πιο ακριβά της δώρα

στον άνεμο ζωγράφιζαν του έρωτα τη μπόρα

 

Χαράματα το 'πιάσαν οι φουρτούνες της θαλάσσης

σαν δαίμονες τα κύματα, σαν δράκοι άλλης πλάσης

λευκά πουλιά στον ουρανό εφάνηκαν σωρό

χαράματα ο δεύτερος τον σήκωσε νεκρό.

Θεσσαλονίκη, 12.10.1997

 

 

Stand By

μουσική : Κων/νος Ζαραλής

Κάτι σκληρό κι απόμακρο πάντα θα κουβαλώ

κάποια Αλεξανδρινή μορφή βαθιά στιγματισμένη

του λιμανιού π' αντίκρυσε παιδί πρωτόμπαρκο

και του 'μαθε την θάλασσα να λέει "αγαπημένη"

 

Κάτι που τ' απογεύματα μόλις χαθεί το φως

κι ο ήλιος προφυρίζοντας αρχίσει την βουτιά του

σαν άνεμος τριγύρω μου έρχεται Λιβικός

και στου πελάου με τραβά την μπλέ ανοιχτοσιά του

 

Μέσα απ' τον μαύρο σάκο μου γοργόνες ξεπηδούν

με φορεσιές διάφανες κι αστραφτερά στολίδια

βγαίνουν στις πιλοτίνες τους και παρακολουθούν

τους ναυτικούς σαν έρχονται χλωμοί απ' τα ταξίδια

 

Πάνω στο λάγνο κύμα του στέκω κι ακροβατώ

με το κοπίδι σιωπηλά σμηλεύω τ' ονομά του

η τσιμινιέρα μου σφυράει πειρατικό σκοπό

και πριν μετρήσω δεκαεννιά σκορπώ στην αγκαλιά του

 

Στην μίζερη καμπίνα μου ξορκίζω το κακό

μάτι εκείνης της ξανθιάς παμπόνηρης γυναίκας

εφτά φορές σε πίστεψα, κι εφτά θα σ' αρνηθώ

και θα σε ρίξω απ' το ψηλό κατάρτι μιας γολέτας

 

Φώτα στο γλυκοσκόταδο στέλνουν χαιρετισμούς

κι έρχετ' ο έμπορας κλεφτά πραμάτεια να πουλήσει

έχει στην κασατίνα του κουρσάρους σκαλιστούς

και τα ονόματα αυτών που έχει εξαπατήσει

 

Τα λογικά του ναύκληρου τα κράτησε ο καιρός

και σε πονάει η σιδεριά που 'χεις στην ωμοπλάτη

ας ήταν να σου χάριζε τ' άστρα του ο ουρανός

κι απ' το μυαλό να σου 'σβηνε τ' αμαρτωλά σου πάθη

 

Τους δαίμονες των αμπαριών γνώρισα μια φορά

καθώς κατηφορίζαμε τον Εύξεινο τον Πόντο

είναι στιγμές που την μισώ ετούτη τη δουλειά

κι άλλες που παραδίνομαι στης τρικυμίας το βρόντο

Θεσσαλονίκη, 13.7.1997

 

Αρμαγεδώνας

 

"Μικρή και απονήρευτη" έγραφε η αγγελία

και το χαρτί εθάμπωνε στη λάμψη του φανού

όσα δεν μου φανέρωσαν τα χρόνια στα θρανία

τα 'μαθα σ' ένα καμπαρέ αισχρό στο Κοτοννού

 

Στο φως του τ' αρρωστιάρικο χορεύαν οι θαμώνες

με το κεφάλι τους γυρτό στις πλάτες γυναικών

μπόχα γιομάτη του πνιγμού έζεχναν οι ξενώνες

κι απ' τα κρεβάτια ανέτειλε χλωμός ο Αρμαγεδών

 

Σε μένα που οι μέρες μου με βρήκαν σε εφτάδες

κι οι κατσαρίδες μου 'στηναν γιορτή τις Κυριακές

ψύλλοι μου μοιάζουν στ' αχυρα της φάρας σας οι ζοχάδες

και παιδικό νανούρισμα του κόσμου οι ευχές

 

Ροδάνι πάει η γλώσσα σου, πουλί απά στα χείλη

κι ο αντλιωρός πελώριος στέκεται και κοιτά

στον διάολο απο καιρό την τύχη του έχει στείλει

μα ντρέπεται σαν πρόκειτε με κάποια μικρή να 'πα

Ό, τι μου 'μάθαν δάσκαλοι, μια κάλπικη δεκάρα

ένα φλουρί που δάγκασα και λύγισε στα δυο

ξάφνου απ' τα γεννοφάσκια μου βρέθηκα στα φουγάρα

κι έτσι γνωρίζω στον καπνό το στίγμα μου να βρω

 

Ξυπνάω κι ονειρεύομαι την πόλη που με κλαίει

και περπατώ στη γέφυρα μονάχος κι αλμυρός

καμίνι, χρυσοκάμινο και λάβα η νύχτα ρέει

να 'σου η φρεγάτα μου και να 'μουν τυχερός

 

Καμπίνα θεοσκότεινη, νερό στο φιλιστρίνι

ο έμπορος δεν σκιάζεται, συνέχεια μου χτυπά

ό,τι έχει πιο πανάκριβο και βλαβερό μου δίνει

κι έπειτα μουρμουρίζοντας φτιάχνει την μαγειριά

 

Λακίζω σαν φαντάζομαι την ακριβή μου μάνα

να ψάχνει μιαν εικόνα μου να βρει να κουβαλά

μα έτσι εγώ γεννήθηκα, στο "βίρα" και στο "μάϊνα"

ασχέτως αν κυκλοφορώ στο χώμα και στην στεριά

Θεσσαλονίκη, 19.12.1997

 

Στο περβόλι του μυαλού μου

μουσική : Κων/νος Ζαραλής

Στο περβόλι του μυαλού μου

στο βυθό του ποτηριού μου

στήνουνε χορό τις νύχτες

κάτι ξέμπαρκοι ξενύχτες

 

Πάνω σε καρφιά χορεύουν

με σκορπούν και με μαζεύουν

σαν της τράπουλας τον άσσο

πότε ρέστα, πότε πάσσο

 

Την ψυχή τους έχουν στείλει

στου προφήτη το καντήλι

τα νταούλια τους χτυπούνε

στο χορό με προσκαλούνε

 

Έλα άρχοντα κι αφέντη

στου παράδεισου το γλέντι

στων ανέμων τα μεράκια

που 'χουν γλύκες και φαρμάκια

 

Ό,τι στην ζωή κι αν φτιάξεις

μια στιγμή θα το πετάξεις

σ' ένα μάρμαρο λευκό

στον στερνό τον ασπασμό

 

Έτσι τις περνώ τις νύχτες

με τους ξέμπαρκους ξενύχτες

στο βυθό του ποτηριού μου

στο περβόλι του μυαλού μου

Θεσσαλονίκη, 12.2.1997

 

Τα πιο καλά μας όνειρα

μουσική : Κων/νος Ζαφειρίου

Τα πιο καλά μας όνειρα

γοργά τα λησμονάμε

στο κατακάθι του καφέ

πρωϊ τα παρατάμε

 

Τ' αφήνουμε και χάνονται

στου χρόνου το πηγάδι

μα αυτά το σκάνε κι έρχονται

ξανά στο νου το βράδυ

 

Με ομορφιές, με στεναγμούς

του καθενός το βήμα

σκαρί η τύχη, δέρνεται

σαν του πελάου το κύμα

 

Λέω να κάνω μια αρχή

να κάψω τα στραβά μου

μα τ' όνειρά μου βγαίνουνε

σαν ξωτικά μπροστά μου

 

Μ' αρπάζουν απ' το μπράτσο μου

με σέρνουν στο παζάρι

με ξεπουλάν μισοτιμής

όποιος μπορεί να πάρει

 

Ανοίγω το παράθυρο

μήπως και μου 'ρθει αέρας

και βλέπω να πληρώνονται

τα νοίκια της ημέρας

Θεσσαλονίκη, 1997

... φέρ' τους πια να ξαποστάσουν μες στην έννοια μου

στην πηγή να ξεδιψάσουν την παραμυθένια μου.

 

Η σελίδα αυτή του ιστολογίου είναι αφιερωμένη στον άδικο χαμό των ναυτικών του Φ/Γ "Δύστος"

που ναυάγησε την 29 του Δεκέμβρη 1996, ανοιχτά της Κύμης. Εκ του συνολικού αριθμού

του πληρώματος, μοναδικός διασωθέντας, ένας 19χρονος δόκιμος ανθυποπλοίαρχος της Α.Δ.Σ.Ε.Ν

Αφιερώνεται επίσης σε όλους τους εν' ενεργεία ναυτικούς που ταξιδεύουν σε ποντοπόρα πλοία

μακρυά από τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους.

 

οπισθοχώρησε στην αρχική